Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτήν τη συνεδρία.
Κείμενο: Λούλα Αναγνωστάκη, Η Διανυκτέρευση (1965)
Θέμα: “Γράψτε για ένα χτύπημα στην πόρτα”.
Σύντομα θα μοιραστούμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν τη συνεδρία, γι ‘αυτό επιστρέψτε ξανά.
Σας προσκαλούμε να μοιραστείτε τα γραπτά σας μαζί μας παρακάτω.
Καλούμε όλες και όλους που συμμετείχατε να μοιραστείτε όσα γράψατε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ζωντανή, υπενθυμίζοντάς σας, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια δημόσια πλατφόρμα και η πρόσβαση ανοιχτή στο κοινό.
Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεων!
Ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://tinyurl.com/nmedg-survey
Σοφία. Πεινάω. Το στομάχι μου με τραβάει. Φέρε μου κάτι λοιπόν, ή πες μου πού είναι να το ετοιμάσω μόνη μου.
Μίμης. [Άγρια.] Πάψε!
Σοφία. Λίγο γάλα τουλάχιστον, λίγο ζεστό γάλα με ψωμί.
Μίμης. Πάψε, είπα!
Σοφία. Με κράτησες με το ζόρι και τώρα μ’ αφήνεις νηστικιά. Φέρε μου κάτι να φάω.
Μίμης. [Προχωρεί κατά πάνω της.] Τι είπες;
Σοφία. Φέρε μου κάτι να φάω [Οπισθοχωρεί.]
Μίμης. Ξαναπές το!
Σοφία. [Τρομαγμένη.] Τι με κοιτάς έτσι; Δεν είπα τίποτα κακό. [Οπισθοχωρεί.] Τι θα μου κάνεις, ε; Θα φωνάξω.
Μίμης. Σε κοιτάζω.
Σοφία. Θα φωνάξω.
Μίμης. Σε κοιτάζω.
Σοφία. Γιατί με κοιτάζεις;
Μίμης. Θέλω να δω πώς είναι να έχεις πάλι έναν άνθρωπο κοντά σου, να μοιράζεσαι το δωμάτιό σου και να σε κουράζει με τις άσκοπες κουβέντες του, να κρυώνει, να ζεσταίνεται, να θέλει να ανοίξει το παράθυρο, να θέλει να πάει βόλτα, να πεινάει.
Σοφία. [Οπισθοχωρεί.] Τρελός είσαι ή μεθυσμένος;
Μίμης. Τώρα καταλαβαίνω γιατί σ’ έφερα. Για να σε δω να φεύγεις. Περάσαμε μια ώρα μαζί. Θα περάσουμε κι άλλες ως τα μεσάνυχτα. Έπειτα θα κοιμηθείς ως το πρωί, θα τριγυρίζεις ακόμα λίγο με τη ρόμπα, θα μπεις στο μπάνιο, θα κάνεις θόρυβο, θα τραβήξεις το καζανάκι, θα ρωτήσεις δέκα φορές: «βρέχει ακόμα;» Ή, «σταμάτησε η βροχή;» Θα ρωτήσεις «γιατί χώρισες τη γυναίκα σου, γιατί παράτησες την ηλεκτρολογία…»
Σοφία. Μη με πλησιάζεις!
Μίμης. «…και τι θα φάμε σήμερα, τι μισθό παίρνεις, τι νοίκι πληρώνεις, τι έκανες στην Κατοχή, τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια», θα ρωτάς, όλο θα ρωτάς, αλλά στο τέλος θα πάρεις τη βαλίτσα σου και θα φύγεις. Θα κλείσω την πόρτα πίσω σου κι αυτό το δωμάτιο θα γίνει πάλι δικό μου, κανείς δε θα ‘ρχεται εδώ, κανείς δεν θα με βρει, δεν θα με ξαναβρούν ποτέ πια, ποτέ.
Σοφία. Μη με πλησιάζεις, είσαι τρελός!
Μίμης. Είκοσι χρόνια είναι πολλά, όχι πάλι απ’ την αρχή.
Σοφία. Μην τολμήσεις να με αγγίξεις, είμαι ανήλικη.
Μίμης. Τώρα τα ξέρεις όλα.
Σοφία. Θα φωνάξω.
Μίμης. Μη φωνάζεις, δεν θα σου κάνω τίποτα.
Σοφία. Βοήθεια!
Μίμης. [Την τραντάζει.] Δεν πρόκειται να σε πειράξω.
Σοφία. Βοήθ… [Χτυπά το κουδούνι. Μένουν και οι δυο ακίνητοι.] Το κουδούνι.
Μίμης. Ξέρει κανείς πώς ήρθες εδώ απόψε;
Σοφία. Όχι. [Το κουδούνι χτυπά ξανά επίμονα. Παύση. Κοιτάζονται. Έπειτα ο Μίμης με τρομερή εσωτερική ταραχή, αλλά σταθερά, πηγαίνει και ανοίγει. Μπαίνει η Γριά. Είναι πάντα γλυκιά, ήρεμη και απαλή, μόνο που τώρα δεν χαμογελά.]
Γριά. Συμβαίνει τίποτα; Άκουσα φωνές. Με συγχωρείτε που σαν ενοχλώ τέτοιαν ώρα. Αλλά σας παρακαλώ, μην κάνετε θόρυβο. [Ο Μίμης και η Σοφία την κοιτάζουν εξουθενωμένοι από την προηγούμενη σκηνή.] Είμαι μόνη και τρομάζω. Είμαι μόνη. Η κόρη μου κοιμήθηκε νωρίς απόψε. Κλειδώθηκε στο δωμάτιό της και κοιμήθηκε. Είναι ξέρετε πολύ δυστυχισμένη. Κανείς δεν έρχεται ποτέ να τη δει. Κανείς δεν της ζητά να βγουν έξω. Είναι καλύτερα όταν κοιμάται. Αλλιώς, κάθεται σε μια γωνιά και κλαίει, κλαίει… Γι’ αυτό σας παρακαλώ — μην κάνετε θόρυβο. Θα μου την ξυπνήσετε — Σσσς…. ησυχία. [Κλείνει ελαφρά το κεφάλι προς τα κάτω.] Καληνύχτα σας. [Βγαίνει.]
Σοφία. [Ξαφνικα σκεπάζοντας το πρόσωπό της, αλλά χωρίς κλάμα.] Δεν μπορώ, δεν μπορώ μ’ αυτή τη γυναίκα να τριγυρνά εδώ μέσα.
[Ο Μίμης στρέφεται, την κοιτάζει. Σαν να τη βλέπει για πρώτη φορά πραγματικά.]
Μίμης. Θα πάω να σου ετοιμάσω κάτι να φας.
Σοφία. [Κατεβάζει τα χέρια από το πρόσωπό της. Προσπαθεί να ηρεμήσει. ] Δεν πεινάω πια.
[Σηκώνεται, κάνει δυο-τρία άσκοπα βήματα. Ο Μίμης την κοιτάζει πάντα.]
Μίμης. Θα φύγεις ή θα μείνεις;
Σοφία. Δεν μπορώ να φύγω. Σου είπα ψέματα πως έχω λεφτά. Έχω μόνο το εισιτήριο ως την Αθήνα. [Παύση.]
Μίμης. Είσαι βέβαιη πως δεν θες να φας;
Σοφία. Νυστάζω πολύ. Είμαι κουρασμένη απ’ το ταξίδι.
Μίμης. Καλά τότε. Νά το κρεβάτι σου Εγώ θα στρώσω στην κουζίνα.
Σοφία. Μήπως… προτιμάς να κοιμηθείς εδώ; Πηγαίνω εγώ μέσα.
Μίμης. Όχι… καληνύχτα. [Βγαίνει. Η Σοφία μένει μόνη. Αρχίζει με αργές κινήσεις να ταχτοποιεί το ντιβάνι. Ξαφνικά, γλιστράει στο πάτωμα και αρχίζει να κλαίει με λυγμούς.]
Αυλαία.
Λούλα Αναγνωστάκη, Η Διανυκτέρευση (1965)
(από τη συλλογή Η Τριλογία της Πόλης. Κάππα Εκδοτική)