Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτήν τη συνεδρία.
Δεκαέξι συμμετέχουσες και συμμετέχοντες από Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Λευκωσία, Ουτρέχτη κ.α. συναντήθηκαν για να συζητήσουν ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ο Ανήφορος, του Νίκου Καζαντζάκη, με αφορμή την δημοσίευσή του, για πρώτη φορά, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη συγγραφή του: ο Κοσμάς συναντά τον γιατρό, ξετυλίγει μπροστά του τις γάζες που καλύπτουν το πρόσωπό του και μαζί με αυτές το ψυχικό άχθος του πένθους και την αγωνία του να αποκτήσει πάλι την «εμπιστοσύνη της ψυχής» του. Η ιδιωματική γλώσσα του συγγραφέα, η εικονοπλασία και η οικονομία του λόγου ως τεκμήρια της λογοτεχνικής του ταυτότητας ήταν κάποια από τα πρώτα σημεία που σχολίασαν μέλη της ομάδας. Κάποια εκ των μελών έθεσαν ζητήματα όπως η καρτεσιανή ρήξη ανάμεσα σε σώμα και πνεύμα ως δομικός λίθος της δυτικής «επιστημονικής» ιατρικής αλλά και η απόπειρα του συγγραφέα να ανατρέψει αυτές τις παγιωμένες αντιλήψεις γεφυρώνοντας τα δύο σε ένα συνεχές. Αντιμετωπίστηκαν όμως με επιφύλαξη από άλλα μέλη της ομάδας, τα οποία επικέντρωσαν το σχολιασμό τους στην αμφισημία του χαρακτήρα του γιατρού, του οποίου ο λόγος, ανδρικός κι επιστημονικός, αναδεικνύεται από το συγγραφέα ως κυρίαρχο αφήγημα. Σε αυτό το πλαίσιο, μέλος της ομάδας παρατήρησε τον (όχι και τόσο) υφέρποντα φαλλογοκεντρισμό και μισογυνισμό που εντοπίζεται τόσο στο συγκεκριμένο όσο και σε άλλα έργα του Καζαντζάκη, επικεντρώνοντας το σχολιασμό της αφενός στην παρουσία των γυναικών ως μιαρές και επικίνδυνες για την πνευματική ανάπτυξη του άνδρα υπάρξεις και αφετέρου στην επιθυμία του άνδρα αφηγητή να οικειοποιηθεί τη ζωογόνα δύναμη της γυναίκας, και να «γεννήσει» ο ίδιος (μέσω της συγγραφικής διαδικασίας). Ιδωμένη από άλλη οπτική γωνία, η ανάγκη του αφηγητή να εξομολογηθεί (στον γιατρό του σώματος και της ψυχής), να διαχειριστεί το πένθος του για την απώλεια της αγαπημένης συζύγου, και να επιδοθεί στη γραφή ως «οδυνηρό και λυτρωτικό πόνημα» ερμηνεύτηκε ως ο αγώνας ενός ανθρώπου που χάνει το αγαπημένο του πρόσωπο: «εγώ συνεχίζω – αλλά πώς;». Το πρώτο μέρος της συζήτησης έκλεισε με αυτή την ενδιαφέρουσα αναφορά στη χρονικότητα του πένθους αλλά και την πορεία της ψυχής προς την λύτρωσή της – δοσμένη μέσα από την άθεη θεολογικότητα του Καζαντζάκη.
Στη συνέχεια πέντε συμμετέχουσες ανάγνωσαν τα κομμάτια τους με θέμα «Γράψτε για μια στιγμή εξομολόγησης»: μίλησαν για το σώμα που αναζητά «θεατές που δεν θα λοιδορήσουν τη σάρκα» και που θα ακούσουν μέσα της το παιδί που ζητά αγάπη· για εκείνη την εξομολόγηση που δεν εκφράζεται και την αλήθεια που τελικά αναδύεται όχι από τα λόγια αλλά από τη σιγή, τον χτύπο της καρδιάς· για έναν «μεγαλοπρεπή έρπητα» που κάνει την εμφάνισή του την κατάλληλη στιγμή για να καλύψει μια άλλη βαθύτερη ασθένεια και να απαλλάξει το άτομο από μια οδυνηρή συνάντηση· για όλα τα μέσα—ημερολόγιο, εξομολόγηση, θεία κοινωνία, ψυχοθεραπεία— που μεταχειρίζεται κανείς για να φτάσει στη λύτρωση και που αυτή δεν έρχεται, παρά μόνο ίσως σταδιακά, αναζητώντας διέξοδο μέσω των ονείρων· και για τη γενναία «δήλωση άρνησης θεραπείας» («σιγά μην εξομολογηθώ … κι ας κατάπια κάρβουνο αναμμένο»).
Καλούμε όλες και όλους που συμμετείχατε να μοιραστείτε όσα γράψατε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ζωντανή, υπενθυμίζοντάς σας, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια δημόσια πλατφόρμα και η πρόσβαση ανοιχτή στο κοινό.
Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεων!
Ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://tinyurl.com/nmedg-survey
Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος
[απόσπασμα από το κεφάλαιο IX, «Μοναξιά»]
Εκδόσεις Διόπτρα, 2022.
― Βγάλετε τις γάζες, του είπε.
Ο Κοσμάς, ευτύς από την πρώτη ματιά, παραδόθηκε στο σοφό αυτόν μ’ εμπιστοσύνη. Έβγαλε τις γάζες. Ο γιατρός τον κοίταξε μια στιγμή:
― Καλά, είπε· δε σας πιάνω το σφυγμό, ξέρω, δεν έχετε πυρετό· το σώμα σας είναι γερό, η μηχανή δουλεύει καλά. Τώρα, ας δούμε την ψυχή! είπε και χαμογέλασε. Εξομολογηθείτε.
― Ρωτάτε, είπε ο Κοσμάς. […]
Τον ρώτησε ποια ’ταν η ζωή του, οι χαρές, οι πίκρες, οι πεθυμιές, οι ιδέες. Πότε, πώς, πέθανε η γυναίκα που αγαπούσε; Πότε, πώς, συναντήθηκε με την κοπέλα, τι της είπε; Τι ’ταν τα όνειρα που είδε την ίδια νύχτα; Ποιον θέτει σκοπό στη ζωή του, τι πνεματικές έγνοιες τον τυραννούν;
Ο Κοσμάς με δυσκολία άνοιγε το στόμα, απαντούσε σύντομα κι απαντώντας φωτίζουνταν, έβλεπε καλύτερα, προχωρούσαν κι οι δυο, ο γερο-σοφός κι αυτός, χέρι χέρι, μέσα στο σκοτάδι κι έψαχναν. Ο γιατρός άπλωσε τέλος το χέρι, άγγιξε εγκάρδια το γόνατο του Κοσμά:
― Φτάνει, είπε· κατάλαβα.
Χάδεψε το σφηνωτό γενάκι του, χαμογέλασε ευχαριστημένος.
― Σπάνια αρρώστια, είπε, σπάνια στον καιρό μας, χαίρουμαι. Μέσα σε μια τέτοια υλιστική κι αδιάντροπη εποχή, χαίρομαι να συναντώ μιαν τέτοια κυριαρχία της ψυχής απάνω στο σώμα. Μια φορά την αναφέρει την αρρώστια αυτή –ας την πούμε αρρώστια– ο Πλούταρχος για το βασιλέα Αντίοχο, που αγάπησε την αδερφή του. Μια φορά τη συνάντησα κι εγώ στη γιατρική μου ζωή: στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μια σεμνή αρχόντισσα Βιεννέζα, φανατικιά καθολική, αγάπησε ένα νέο· ο άντρας της έλειπε στον πόλεμο. Η γυναίκα κιντύνευε να πέσει στο θανάσιμο, όπως πίστευε, αμάρτημα της μοιχείας· και μονοβραδίς, την ώρα που ετοιμάζουνταν να πάει να βρει το νέο, το πρόσωπό της φούσκωσε, πήρε τη μάσκα που έχει και το δικό σας. Πού να τολμήσει πια να παρουσιαστεί! Η μάσκα έμεινε ακίνητη, αγιάτρευτη, ως τη μέρα που γύρισε ο άντρας της από τον πόλεμο.
Την ίδια μέρα που γύρισε, το πρόσωπο ξεπρήστηκε, η μάσκα αφανίστηκε· δε χρειάζουνταν πια. Καταλαβαίνετε;
― Αρχίζω… αποκρίθηκε ο Κοσμάς, που παρακολουθούσε συγκινημένος τ’ αποκαλυπτικά λόγια. Αρχίζω…
― […] Ήσασταν και σεις έτοιμος να κάμετε μιαν πράξη που η ψυχή σας δεν την ήθελε· θα ’ταν απιστία στην πεθαμένη αγαπημένη γυναίκα. Κι η ψυχή σας ήταν δυνατή κι ανάγκασε το σώμα να την υπακούσει· το σώμα πάλεψε, δεν ήθελε, αντιστάθηκε, όπως το συνηθάει, με λύσσα· μα στο τέλος η ψυχή νίκησε, του έβαλε τη μάσκα τούτη, το παραμόρφωσε και το ’καμε να μην μπορεί πια να παρουσιαστεί στη γυναίκα. Νίκησε η ψυχή κατά κράτος. Είστε ευχαριστημένος;
― Είμαι, αποκρίθηκε ο Κοσμάς κι αναστέναξε.
― Τι σκοπεύετε τώρα να κάμετε;
― Θέλω να γράψω, αποκρίθηκε ο Κοσμάς. Έχω, καιρό τώρα, στο νου μου, μιαν πνεματική εξομολόγηση· θέλω να τη γράψω, ν’ αλαφρώσω.
― Γράψετέ τη, αρχίσετε ευτύς· είναι ο πιο σίγουρος τρόπος,
θαρρώ, να θεραπευτείτε. Μην πηγαίνετε στους γιατρούς· δεν καταλαβαίνουν τίποτα· δεν ξέρουν τι πλαστική δύναμη έχει η ψυχή απάνω στο σώμα. Γράψετε, διατυπώσετε το Πιστεύω σας, ριχτείτε σε άλλες υψηλότερες έγνοιες· έτσι θ’ αποχτήσετε πάλι την εμπιστοσύνη της ψυχής σας – και τότε θα φύγει η μάσκα. Δε θα χρειάζεται πια· δε θα υπάρχει πια κίντυνος. Ξετέλεψε την αποστολή της. […]
Είχε ξεχάσει ο Κοσμάς τον πόνο του, την πίκρα την αβάσταχτη και παραδόθηκε όλος στ’ όραμα τούτο της λύτρωσης.
― Να μπορούσα, αναστέναξε, να ντύσω με λόγια την υψηλή τούτη ελπίδα! Να φανερώσω, πρι να πεθάνω, τ’ όραμα που σκιρτάει μέσα μου, σα βρέφος!
Σηκώθηκε. Πήρε μια στοίβα χαρτί, γέμισε το στιλό του μελάνι, καθάρισε το τραπέζι, αναμέρισε το βαρύ βιβλίο, ετοίμασε τα πάντα. Σαν το πουλί που στρώνει, καθαρίζει τη φωλιά του, ν’ αποθέσει το αυγό.