Στην τελευταία αυτή συνεδρία για το 2022, είκοσι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ολλανδία, την Κύπρο και διάφορες περιοχές της Ελλάδας συναντήθηκαν για να συζητήσουν το ποίημα «Ύπνος στο δάσος» της Αμερικανίδας ποιήτριας Mary Oliver σε μετάφραση Κώστα Λιννού.
Η ατμόσφαιρα ηρεμίας που αποπνέει το ποίημα, σαν «παφλασμός μιας πέτρας στο νερό», λειτούργησε σαν νανούρισμα, «σαν μια αγκαλιά που με κρατούσε συνειδητά μέσα στον εαυτό μου» όπως σχολίασε μια συμμετέχουσα ή «μια τέλεια αφήγηση», όπως ανέφερε κάποια άλλη, καθώς φέρνει στο φως στα «μικρά βασίλεια» της καθημερινότητας, την ομορφιά των οποίων συνήθως αγνοούμε. Παρομοιάστηκε επίσης με την κατάδυση στον κόσμο των ονείρων, μιας βύθισης στο συμβολικό, αλλά και με «ένα μικρό θάνατο». Υπό το πρίσμα αυτής της ανάγνωσης, το ποίημα ειδώθηκε ως μια αφήγηση της εμπειρίας του θανάτου, που κάθε άλλο παρά τρομακτικός και αγωνιώδης μοιάζει. Όπως παρατηρήθηκε, οι εκφράσεις «παλεύοντας» και «φωτισμένη καταδίκη» έρχονται σε αντίθεση με την αρχική αυτή ατμόσφαιρα ηρεμίας, σαν «ένα απότομο ξύπνημα», που ερμηνεύτηκε τόσο ως η σύγκρουση επιθυμίας και πραγματικότητας, εσωτερικού κόσμου και εξωτερικών/κοινωνικών επιταγών αλλά και ως ένα πέρασμα από το ευχάριστα οικείο στο ανοίκειο και το υπερβατικό: όπως η φύση βρίσκεται σε μια διαρκή παλλόμενη κίνηση, έτσι και ο εαυτός ζυμώνεται διαρκώς στην πορεία του προς την απόλυτη επανένωση μαζί της, όπου τα όρια ζωής και θανάτου είναι θολά και ανεπαίσθητα. Όπως διατύπωσε μια άλλη συμμετέχουσα, «τυχερός όποιος μπορεί να παλεύει με τη φωτισμένη καταδίκη,» ερμηνεύοντας αυτή τη σισύφεια πάλη ως την πεμπτουσία της ύπαρξης: η νύχτα στο δάσος σαν μια στιγμή γαλήνιας ανασύνταξης για «ένα πλάσμα που προσπαθεί να βρει τα ανθρώπινα μέτρα του» και να ξαναριχτεί στον αγώνα. Το υγρό στοιχείο, η οργανική ύλη με τις μυρωδιές και τις υφές της, και το σκοτάδι που κυριαρχούν στο ποίημα οδήγησαν σε ενδιαφέροντες συνειρμούς, όπως εικόνες μιας «καλοζωισμένης αγρότισσας» με τον σπόρο μέσα στην ποδιά της, έτοιμη να τον ρίξει στη γη, ή μιας ετοιμόγεννης γυναίκας, παραπέμποντας έτσι στην επιστροφή στη μητέρα/φύση, στις υπόγειες διεργασίες της ζωής έτοιμης να βλαστήσει, και στην ασφαλή «μήτρα» των παιδικών αναμνήσεων.
Η ομάδα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αριθμό 12 και τους συμβολισμούς του: από το αρχαίο Ελληνικό δωδεκάθεο ως τους δώδεκα Αποστόλους της Καινής Διαθήκης, συζητήθηκε η θεϊκή ενέργεια που έχει αποδοθεί σε αυτό τον αριθμό ανά τους αιώνες καθώς και η μεταμορφωτική διάσταση της δωδέκατης ώρας (βλ. 12 τα μεσάνυχτα στο παραμύθι της Σταχτοπούτας), ως η μεταιχμιακή στιγμή της μετάβασης από τη μια μέρα στην άλλη, της εισόδου του μεταφυσικού στον φυσικό μας κόσμο, ακόμη και του θανάτου.
Το θέμα στο οποίο η ομάδα ανταποκρίθηκε γραπτώς ήταν «περιγράψτε (με λέξεις ή σχέδιο) το πώς φαντάζεστε την επόμενη μέρα». Από ένα e-mail που κάποια φαντάστηκε να συντάσσει ενώ λίγο πιο μακριά κάποιον τον είχε μόλις προδώσει η καρδιά του, μιλώντας για το φόβο του τι θα ξημερώσει και για την ίδια η επόμενη μέρα, από την κάθε ανάσα ως ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος, τη μυρωδιά του σκοταδιού ως μυρωδιά της μητέρας, μέχρι τον αντικατοπτρισμό του φεγγαριού στα παλλόμενα νερά μιας λίμνης και τα ζωηρά χρώματα που αφήνει πίσω του ο ήλιος στο αέναο ταξίδι της βασιλείας του, στα κείμενα που δημιούργησαν οι συμμετέχουσες ενέπλεξαν το σύνολο των αισθήσεων με τρόπο ευφάνταστο και συγκινητικό, με οικονομία λόγου και πυκνές μεταφορές.
Καλούμε όλες και όλους που συμμετείχατε να μοιραστείτε όσα γράψατε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ζωντανή, υπενθυμίζοντάς σας, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια δημόσια πλατφόρμα και η πρόσβαση ανοιχτή στο κοινό.
Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεων!
Ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://tinyurl.com/nmedg-survey
Μαίρη Όλιβερ, «Ύπνος στο δάσος»
(Μετάφραση: Κώστας Λιννός)
Σκέφτηκα πως η γη με θυμήθηκε,
Ότι με ξαναδέχτηκε τόσο τρυφερά, τακτοποιώντας
τις σκούρες ποδιές της, τις τσέπες της
γεμάτες με λειχήνες και σπόρους. Κοιμήθηκα
όπως ποτέ πριν, μια πέτρα
στην κοίτη του ποταμού, τίποτα
ανάμεσα σε μένα και τη λευκή φωτιά των άστρων
εκτός απ’ τις σκέψεις μου, κι αυτές έπλεαν
ελαφριές σαν νυχτοπεταλούδες ανάμεσα στα κλαδιά
των τέλειων δέντρων. Όλη νύχτα
άκουγα τα μικρά βασίλεια ν’ ανασαίνουν
γύρω μου, τα έντομα, και τα πουλιά
που κάνουν τη δουλειά τους στο σκοτάδι. Όλη νύχτα
υψωνόμουν και βυθιζόμουν, σαν μέσα σε νερό,
παλεύοντας με μια φωτισμένη καταδίκη. Με την αυγή
είχα εξαφανιστεί το λιγότερο δώδεκα φορές μέσα σε κάτι καλύτερο.