Ζωντανή συνεδρία αφηγηματικής ιατρικής: Κυριακή 5 Ιουνίου, 7:30 μ.μ. EEST

Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτήν τη συνεδρία.

κείμενο: Μένης Κουμανταρέας, Βιοτεχνία Υαλικών (1975)

θέμα: Επιστρέφοντας στο σπίτι / Μετά τη δουλειά

Σύντομα θα μοιραστούμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν τη συνεδρία, γι ‘αυτό επιστρέψτε ξανά.

Σας προσκαλούμε να μοιραστείτε τα γραπτά σας μαζί μας παρακάτω.

Καλούμε όλες και όλους που συμμετείχατε να μοιραστείτε όσα γράψατε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ζωντανή, υπενθυμίζοντάς σας, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια δημόσια πλατφόρμα και η πρόσβαση ανοιχτή στο κοινό.

Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα  για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεων!

Ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://tinyurl.com/nmedg-survey


ΜένηςΚουμανταρέας, Βιοτεχνία Υαλικών (1975)

Σάββατο βράδυ, η Μπέμπα Ταντή κατηφόριζε την Πειραιώς φορτωμένη τιμολόγια και αποδείξεις. Ένιωθε άκεφη και κουρασμένη. θα προτιμούσε να τριγύριζε με τα χέρια ελεύθερα σαν άντρας. Από τότε που κληρονόμησε το μαγαζί του πατέρα της κι αποφάσισε να πάρει σύζυγο και συνεταίρο, έχασε το βάδισμα του νέου κοριτσιού, το στήθος της είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά της θαμπώσει.

Το μαγαζί, η μικρή βιοτεχνία υαλικών, στεγαζόταν στο ισόγειο ενός δίπατου σπιτιού, στη συμβολή Πειραιώς και Ιεράς Οδού, εκεί όπου παλιότερα ήταν η λαχαναγορά και τώρα ο δήμος είχε φυτέψει ένα παρκάκι. Ακριβώς απέναντι, κάπου τριάντα στρέμματα τοιχισμένα, βρισκόταν το Γκάζι. Μέσα από τους λέβητες και τις καμινάδες οι ατμοί ανέβαιναν τυλίγοντας το τετράγωνο σε ομίχλη, και το συρματόπλεγμα, γύρω, θύμιζε Κατοχή. Από τότε μάλιστα που στην πύλη φύλαγε βάρδια με τους πολίτες κι ένας φαντάρος, της φαινόταν πως από ώρα σε ώρα ένα κύμα βίας θα ξεσπούσε στην πόλη. Τάχυνε το βήμα της και χωνόταν στο μαγαζί.

Τα ρολά μισόκλειστα, αναγκάζοταν να σκύψει για να περάσει. Κάτω από τη σύναξη των πολυελαίων η Μπέμπα Ταντή αντίκριζε τον άντρα της καθισμένο σ’ ένα γραφείο από φορμάικα, το πρόσωπο σκυμμένο στους λογαριασμούς, τα πόδια μαζεμένα κάτω από την καρέκλα. Τους κροτάφους φώτιζαν ασημένιες τούφες και ανάμεσα τρεμόπαιζαν κάτι άρρωστες φλεβίτσες. ‘φηνε την τσάντα της παράμερα και καθόταν κοντά του.

Μιλούσαν για τις τελευταίες παραγγελίες, τοποθετούσαν κατά ημερομηνία τα γραμμάτια, έκλειναν ταμείο. Έπειτα κατέβαζαν τα ρολά και με βήμα αργό ξεκινούσαν για το σπίτι. Κατοικούσαν λίγα τετράγωνα παρακάτω. Τραβούσαν μεσ’ από τα στενά του Ρούφ, σταματώντας η Μπέμπα να ισιώσει την κάλτσα της, ο Βλάσης ν’ αγοράσει τσιγάρα.

Φτασμένοι σπίτι, ο Βλάσης βούλιαζε στην πολυθρόνα, η Μπέμπα ξυπολιόταν και, μ’ ένα άνοιγμα του φερμουάρ, άφηνε τη φούστα της να κυλήσει μπρος στον καθρέφτη. . . .

 Όση ώρα η Μπέμπα άλλαζε φόρεμα, αφήνοντας τα μαύρα της μαλλιά ξέπλεκα μες στον καθρέφτη, ο Βλάσης άλλαζε κανάλι στην τηλεόραση, σταθμεύοντας στις ειδήσεις. Ήταν αυτές, κάθε βράδυ, κομμένες και ραμμένες στα ίδια μέτρα, και μόνο αραιά και που το βλέμμα του ζωήρευε όταν άκουγε για κάποιο πραξικόπημα, μολονότι κι αυτά, τον τελευταίο καιρό, είχαν καταντήσει κοινός τόπος. Με κινήσεις αργές φορούσε τα βραδινά της, φώναζε τον Βλάση να της κλείσει το φερμουάρ, εκείνος έπαιρνε τα κλειδιά του σπιτιού, εκείνη του αυτοκινήτου, έμπαιναν στη μικρή Σκόντα κι η Μπέμπα καθόταν στο τιμόνι.