Ζωντανή συνεδρία αφηγηματικής ιατρικής: Κυριακή 8 Μαΐου, 7:30 μ.μ. ΕΕSΤ

Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτήν τη συνεδρία.

κείμενο: “Κάτι θα γίνει, θα δεις” (Χρήστος Οικονόμου)

θέμα: Γράψτε για τη φορά που (δεν) διστάσατε

Σύντομα θα μοιραστούμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν τη συνεδρία, γι ‘αυτό επιστρέψτε ξανά.

Σας προσκαλούμε να μοιραστείτε τα γραπτά σας μαζί μας παρακάτω.

Καλούμε όλες και όλους που συμμετείχατε να μοιραστείτε όσα γράψατε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ζωντανή, υπενθυμίζοντάς σας, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια δημόσια πλατφόρμα και η πρόσβαση ανοιχτή στο κοινό.

Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα  για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεων!

Ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://tinyurl.com/nmedg-survey


Χρήστος Οικονόμου, απόσπασμα από το διήγημα «Κάτι θα γίνει θα δεις» (Κάτι θα γίνει, θα δεις: Διηγήματα. Πόλις, 2010)

Κατά τις έντεκα κάνω διάλειμμα για τσιγάρο οπότε μπαίνει η Ρίτα φουριόζα στο θάλαμο και μου λέει καλά δεν θα το πιστέψεις αυτό που έγινε θα πάθεις πλάκα. Τι έγινε, της λέω. Σου ζήτησε γιατρός να βγείτε; Την ξέρεις τώρα τη Ρίτα πώς μεγαλοπιάνεται καημό το ‘χει από μικρή να βρει γιατρό ή στρατιωτικό. Κόφ’ την πλάκα μου λέει και δώσε βάση. Πριν λίγο κουβάλησαν με τ’ ασθενοφόρο ένα ζευγάρι απ’ τον Κορυδαλλό. Μια δικιά μας κι έναν ξένο. Βούλγαρος Ρουμάνος δεν κατάλαβα. Νεαροί είναι ζευγαράκι. Αυτός είναι φυλακισμένος κι αυτή πήγε να τον δει στο επισκεπτήριο. Αυτός είναι να τον στείλουν σε λίγες μέρες στη χώρα του, πώς το λένε να τον εκδώσουν. Που λες την ώρα του επισκεπτηρίου βγάζει η κοπελίτσα από κάπου μια κόλλα μια λόγκο ξερωγώ και πασαλείβεται και τσουπ κολλάνε τα χέρια τους. Κατάλαβες. Για να μείνουν πάντα μαζί για να μη χωρίσει ποτέ απ’ τον καλό της. Απίστευτο; Κόλλησαν τα χέρια τους με λόγκο για να μη χωρίσουν. … Άκου ρε φιλενάδα τι γίνεται στον κόσμο. Τρελό δεν είναι; Και τώρα τους κουβάλησαν εδωπέρα για να τους ξεκολλήσουνε οι γιατροί τα χέρια. Τους πήγαν πάνω στον δεύτερο. Ξέρεις σ’ εκείνο το θάλαμο για τους φυλακισμένους. Έχουν βάλει κι ένα αστυφύλακα να φυλάει καραούλι. Τώρα δα έγινε. … Τίποτα ναρκομανείς θα ‘ναι πάω στοίχημα. Κουνήσου απ’ τη θέση σου κορίτσι μου μακριά από μας τέτοια πράγματα. […]

Παίρνω τους κουβάδες και τις σκούπες κι ανεβαίνω πάνω στον δεύτερο. Δεν ξέρω τι μ’ είχε πιάσει. Ήθελα να τους δω. Ήθελα να δω πώς είναι ήθελα να τους δω. Κείνος ο θάλαμος που σου λέω για τους φυλακισμένους είναι στο βάθος του διαδρόμου δίπλα στις τουαλέτες. Πράγματι μπροστά στην πόρτα κάθεται ένας αστυνομικός νεαρός και καπνίζει και παίζει με το κινητό του.  Με βλέπει που πλησιάζω με τα σύνεργα και λέω πως δεν θα μ’ αφήσει να μπω — με κοιτάει στραβά απ’ την κορφή στα νύχια. Μ’ αφήνει να περιμένω λίγο κι ύστερα κουνάει το χέρι του σα να διώχνει καμιά μύγα απ’ τη μύτη του.

Ο θάλαμος έχει σιδερένια πόρτα με λουκέτο κι ένα κρεβάτι μονό κι ένα παράθυρο με κάγκελα και σήτα. Σωστό κελί. Δεν καθαρίζουμε συχνά εκεί μέσα. Εγώ ζήτημα είναι να ‘χω μπει δυο τρεις φορές. Ο νεαρός είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Γυμνός απ’ τη μέση και πάνω έχει τα μάτια κλειστά και το δεξί χέρι στο στήθος. Το αριστερό του χέρι είναι ενωμένο με το δεξί χέρι της κοπέλας που κάθεται δίπλα του στην άκρη του κρεβατιού και κοιτάει απ’ το παράθυρο. Τις παλάμες τους δεν μπορώ να τις δω γιατί είναι τυλιγμένες με γάζες. Καλά το ‘πε η Ρίτα παιδιά είναι. Όχι πάνω από εικοσιδυό χρονώ. Αλλά δεν μοιάζουν για ναρκομανείς — το κορίτσι τουλάχιστο. Με το που μπαίνω αυτός ανοίγει τα μάτια του και με κοιτάει ζαβλακωμένος κι ύστερα αναστενάζει και τα ξανακλείνει. Το κορίτσι όμως χαμογελάει κι ανασηκώνεται. Στρώνει με το ελεύθερο χέρι τη φούστα της που έχει ανεβεί ψηλά πάνω απ’ τα γόνατα. Τα μάγουλά της κατακόκκινα. 

Συγνώμη για την ενόχληση, λέω. Δε θα’ αργήσω. Αρχίζω να καθαρίζω με το πάσο μου δε βιάζομαι καθόλου. Έτσι κι αλλιώς τι να καθαρίσεις εκεί μέσα. Στο μεταξύ όλο και ρίχνω καμιά ματιά να δω τι κάνουν. Σκέφτομαι να πω κάτι. Σκέφτομαι να τη ρωτήσω αν είναι καλά τι τους είπαν οι γιατροί πόσες μέρες θα τους κρατήσουν στο νοσοκομείο αν θα τους κάνουν εγχείρηση τέτοια πράγματα. Θέλω να τη ρωτήσω αν ήτανε δικιά της ιδέα να κολλήσουν τα χέρια τους και τι κόλλα έβαλε και τι έκαναν οι φύλακες όταν την πήραν είδηση. Τη χτύπησαν την έβρισαν; Ένα σωρό πράγματα θέλω να τη ρωτήσω. Φοβάμαι όμως μη μ’ ακούσει ο άλλος απ’ έξω και με διώξει. Άσε κιόλας λέω που μπορεί να μην έχει όρεξη για κουβέντες. Δε της φτάνουν τα δικά της να ‘χει τώρα και μια καθαρίστρια μια ξένη να τριγυρνάει στα πόδια της και να ρωτάει τι και πώς και γιατί.

Καθώς σφουγγαρίζω ακούω το νεαρό να μουρμουρίζει κάτι. Το κορίτσι σκύβει και του χαϊδεύει το μέτωπο και τα μαλλιά. Ύστερα γυρίζει και με ρωτάει ψιθυριστά αν έχω τσιγάρα. Πώς βέβαια λέω κι εγώ ψιθυριστά και βγάζω το πακέτο μου. Παίρνει ένα τ’ ανάβει και το βάζει στο στόμα του νεαρού. Της λέω με νοήματα να κρατήσει το πακέτο. Κρατήστε το της λέω έχω κι άλλο κάτω. Τη ρωτάω αν χρειάζονται τίποτα άλλο. Άμα θέλει να φωνάξω καμιά νοσοκόμα ή να φέρω λίγο νερό ή τίποτα να τσιμπήσουν απ’ την καντίνα. Της λέω στα κρυφά πάντα πως έχω φέρει γεμιστά απ’ το σπίτι και φέτα και ψωμί μα δεν ξέρω αν θα μ’ αφήσει ο φύλακας να τους τα δώσω.

Εντάξει είμαστε μου λέει με χαμόγελο και κοκκινίζει κι άλλο. Ευχαριστούμε πολύ. Εντάξει είμαστε. Ευχαριστούμε.  

Και τότε γίνεται κάτι παράξενο. Έτσι όπως μιλάμε με ψουψουψού και νοήματα μου απλώνει το χέρι. Εγώ τώρα δεν ξέρω γιατί διστάζω. Δεν ξέρω γιατί αλλά διστάζω να πιάσω το χέρι της. Αλήθεια. Στέκομαι σα ζωντόβολο εκεί πέρα με τη σφουγγαρίστρα και κοιτάω το χέρι που είναι απλωμένο προς το μέρος μου. Μια σταλιά είναι. Ένα χεράκι τοσοδά άσπρο και αδύνατο.

Το κορίτσι χαμογελάει αλλά είναι λιγάκι στραβό το χαμόγελό της. Ξέρεις όπως όταν σου κάνει ένεση ο οδοντίατρος και το στόμα σου πρήζεσαι και μουδιάζει. Ύστερα σκύβει μπροστά και —

Μη φοβάστε μου λέει ψιθυριστά. Δεν έχω βάλει κόλλα.