Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτήν τη συνεδρία.
Κείμενο: Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα Ψάθινα Καπέλα (1946).
Θέμα: Γράψτε για έναν άλλο κόσμο
Σύντομα θα μοιραστούμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν τη συνεδρία, γι ‘αυτό επιστρέψτε ξανά.
Σας προσκαλούμε να μοιραστείτε τα γραπτά σας μαζί μας παρακάτω.
Καλούμε όλες και όλους που συμμετείχατε να μοιραστείτε όσα γράψατε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ζωντανή, υπενθυμίζοντάς σας, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια δημόσια πλατφόρμα και η πρόσβαση ανοιχτή στο κοινό.
Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεων!
Ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://tinyurl.com/nmedg-survey
Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα ψάθινα καπέλα [1946] Εκδόσεις Καστανιώτη 2001.
Τα μεσημέρια δεν ξάπλωνα, ήταν μια συνήθεια που μου ’χε μείνει από μικρή, όταν νόμιζα ότι το να μην ξαπλώνει κανείς το μεσημέρι είναι πράξη επαναστατική, που δείχνει θέληση και ψυχή ανεξάρτητη. Ανέβαινα λοιπόν στην καρυδιά κι εκεί έφτιαχνα λουλουδένια δαχτυλίδια και βραχιόλια από αλογότριχα. Έπειτα τα φορούσα και προσπαθούσα να δω την εικόνα μου στα νερά της στέρνας. Μα ποτέ δεν το κατόρθωνα, γιατί την ώρα ετούτη ο ήλιος έπεφτε καταπάνω της κι έκανε το νερό να γυαλίζει σαν ένα κομμάτι καυτό μάλαμα που σου τύφλωνε τα μάτια.
Τέτοια στολίδια έκανα και για τις αδερφές μου. Μου κακοφαινόταν όμως σαν τα ’βλεπα πάνω τους. Όχι από ζήλια, μα ήταν σαν να μην τ’ αγαπούσαν αρκετά, σαν να μην τ’ άξιζαν, σαν να ’χαν τη βεβαιότητα πως τα δαχτυλίδια θα μαραίνονταν, κι έτσι μαραίνονταν πριν απ’ την ώρα τους, πώς τα βραχιόλια δεν ήταν παρά αλογότριχα, κι έτσι τα κάναν αλογότριχες, και μάλιστα απ’ τις ουρές των αλόγων που κινιούνται πέρα δώθε για να διώχνουν τις μύγες που παν να τσιμπήσουν τα καπούλια τους.
Όταν η αντηλιά μου βάραινε τα βλέφαρα και τα μέλη μου κόβονταν σαν να ’χα πιει γλυκό κρασί, πήγαινα στον αχυρώνα, όπου έβρισκα τη σιωπή τη γεμάτη σκιά και μυρωδιά σανού. Πρόσωπα και ταξίδια γέμιζαν τη μοναξιά μου εκεί, χρώματα σε κορδέλες που ανέμιζαν, θάλασσες πορτοκαλιές, ο Γκιούλιβερ στη χώρα των Χλιμιντρήδων, ο Οδυσσέας στο νησί της Καλυψώς και της Κίρκης. Ήτανε κακιά γυναίκα η Κίρκη, άλλαζε τους ανθρώπους σε γουρούνια. Όμως είχε τη δύναμη να το κάνει. Θα ’χα κι εγώ άραγε, αργότερα, μια κάποια δύναμη; Όχι βέβαια για ν’ αλλάζω τους ανθρώπους σε γουρούνια, αλλά έτσι… Το κορμί μου βαθούλωνε πιο βαθιά μέσα στ’ άχυρο, το κεφάλι μου έγερνε προς τα κάτω· μ’ έπαιρνε ένας λιγόλεπτος ύπνος που δεν τον μολογούσα σε κανέναν. Ήταν γλυκός – και στο ξύπνημα σαν να γύριζα απ’ άλλους κόσμους. Αλλά ο κάμπος γελούσε, και τα σταφύλια κρέμονταν απ’ την κληματαριά ώριμα, και το χέρι μου πήγαινε να τα κόψει, το στόμα μου να τα γευτεί, κι έλεγα μέσα μου ότι απ’ όλους τους κόσμους, απ’ όλα τ’ αστέρια που είναι κόσμοι, ίσως η γη να ‘ταν η ωραιότερη.