Ζωντανή συνεδρία αφηγηματικής ιατρικής: Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου, 8:30 pm EEST

Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτήν τη συνεδρία.

Κείμενο: Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα από το κεφάλαιο «Η μάνα»). Αθήνα: εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1964. 

Θέμα: Γράψτε για τη μυρωδιά των αναμνήσεων.

Σύντομα θα μοιραστούμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν τη συνεδρία, γι ‘αυτό επιστρέψτε ξανά.

Σας προσκαλούμε να μοιραστείτε τα γραπτά σας μαζί μας παρακάτω.

Καλούμε όλες και όλους που συμμετείχατε να μοιραστείτε όσα γράψατε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ζωντανή, υπενθυμίζοντάς σας, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια δημόσια πλατφόρμα και η πρόσβαση ανοιχτή στο κοινό.

Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα  για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεων!

Ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://tinyurl.com/nmedg-survey


Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα από το κεφάλαιο «Η μάνα»). Αθήνα: εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1964. 

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο – καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.

Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου, δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:

– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε:

«Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.

Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού.


Live Virtual Group Session: 12pm EST December 2nd 2020

Thank you to everyone who joined us for this session!

Our text for this session was the poem “Vespers” by Louise Glück, posted below.

Our prompt was: “Write about longing.”

More details about this session will be posted soon, so check back!

Participants are warmly encouraged to share what you wrote below (“Leave a Reply”), to keep the conversation going here, bearing in mind that the blog of course is a public space where confidentiality is not assured.

Also, we would love to learn more about your experience of these sessions, so if you’re able, please take the time to fill out a follow-up survey of one to two quick questions!

Please join us for our next session Monday, December 7th at 6pm EST, with more times listed on our Live Virtual Group Sessions page.


 Vespers by Louise Glück
  
 Once I believed in you; I planted a fig tree.
 Here, in Vermont, country
 of no summer. It was a test: if the tree lived,
 it would mean you existed.
  
 By this logic, you do not exist. Or you exist
 exclusively in warmer climates,
 in fervent Sicily and Mexico and California,
 where are grown the unimaginable
 apricot and fragile peach. Perhaps
 they see your face in Sicily; here we barely see
 the hem of your garment. I have to discipline myself
 to share with John and Noah the tomato crop.
  
 If there is justice in some other world, those
 like myself, whom nature forces
 into lives of abstinence, should get
 the lion's share of all things, all
 objects of hunger, greed being
 praise of you. And no one praises
 more intensely than I, with more
 painfully checked desire, or more deserves
 to sit at your right hand, if it exists, partaking
 of the perishable, the immortal fig,
 which does not travel. 

Louise Glück, “Vespers [once I believed in you]” 
from The Wild Iris. 
Copyright ©1992 by Louise Glück.