Ζωντανή συνεδρία αφηγηματικής ιατρικής: Δευτέρα 6 Οκτωβρίου, 8:00 μ.μ. [EEST]  

Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτή τη συνεδρία!



Κείμενο: Μάικλ Οντάατζε, Ο Άγγλος ασθενής (απόσπασμα σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου από τις Εκδόσεις Πατάκη, 2018).

Θέμα: Γράψτε για ένα χώρο φροντίδας.

Σύντομα θα μοιραστούμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη συνεδρία, οπότε μείνετε συντονισμένοι.

Καλούμε όσες και όσους συμμετείχατε να αναρτήσετε τα κείμενά σας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε ζωντανή αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτηση. Σας υπενθυμίζουμε ότι πρόκειται για δημόσια πλατφόρμα με ανοιχτή πρόσβαση.

Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεωνhttps://tinyurl.com/nmedg-survey


Μάικλ Οντάατζε, Ο Άγγλος Ασθενής (απόσπασμα). Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου (Εκδόσεις Πατάκη 2018)

ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ, όπου δούλευε ως τώρα, ισιώνει το κορμί της και κοιτάζει πέρα μακριά. Έχει αισθανθεί μια αλλαγή του καιρού. Κι άλλη ριπή αέρα, ένας ανεπαίσθητος θόρυβος στην ατμόσφαιρα και τα ψηλά κυπαρίσσια σείονται. Γυρίζει κι ανηφορίζει τον λόφο προς το σπίτι, σκαρφαλώνοντας πάνω από μια χαμηλή μάντρα, νιώθοντας τις πρώτες σταγόνες της βροχής στα γυμνά της χέρια. Διασχίζει τη σκεπαστή βεράντα και μπαίνει γρήγορα στο σπίτι.

Στην κουζίνα δε σταματάει, τη διασχίζει κι ανεβαίνει τις σκάλες που είναι στο σκοτάδι κι έπειτα συνεχίζει κατά μήκος του μακρόστενου χολ, στο βάθος του οποίου φαίνεται μια σκλήθρα φως από μια ανοιχτή πόρτα.

Τώρα μπαίνει στο δωμάτιο, το οποίο είναι επίσης κήπος – καμωμένος αυτός από δέντρα και κληματαριές ζωγραφισμένες στους τοίχους του και στο ταβάνι. Ο άντρας είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, το σώμα του είναι εκτεθειμένο στο αεράκι και το κεφάλι του γυρίζει προς το μέρος της, καθώς εκείνη μπαίνει μέσα.

Κάθε τέσσερις μέρες, του πλένει το μαυρισμένο του σώμα, αρχίζοντας από τα κατεστραμμένα πόδια. Βρέχει μια πετσέτα προσώπου και, κρατώντας την πάνω από τους αστραγάλους του, τη στύβει μουσκεύοντάς τον και σηκώνοντας τα μάτια ψηλά, ενώ εκείνος μουρμουρίζει, τον βλέπει να χαμογελάει. Πάνω από τις κνήμες τα εγκαύματα είναι χειρότερα. Μοβ κι ακόμα χειρότερα. Κόκαλα.

Τον έχει φροντίσει για μήνες και γνωρίζει το σώμα καλά, το πέος που κοιμάται σαν ιππόκαμπος, τα λεπτά σφιχτά ισχία. Τα ισχία του Χριστού, σκέφτεται. Είναι ο απελπισμένος της άγιος. Κείτεται ανάσκελα, χωρίς μαξιλάρι, κοιτάζοντας ψηλά, τις φυλλωσιές που είναι ζωγραφισμένες στο ταβάνι, σαν θόλος από κλαδιά, και πάνω από αυτές, τον γαλάζιο ουρανό.

Απλώνει πομάδα καλαμίνης, σε λωρίδες, πάνω στο στήθος του, όπου είναι λιγότερο καμένος, όπου μπορεί να τον αγγίξει. Λατρεύει το κοίλωμα κάτω από την τελευταία πλευρά του, τον μικρό σάρκινο γκρεμό. Φτάνοντας στους ώμους του, τον φυσάει στον αυχένα να τον δροσίσει κι αυτός κάτι ψελλίζει.

«Τι;» τον ρωτάει, καθώς συνέρχεται από την αυτοσυγκέντρωσή της.

Αυτός στρέφει το σκοτεινό πρόσωπό του με τα γκρίζα μάτια προς το μέρος της. Βάζει το χέρι της στην τσέπη της. Ξεφλουδίζει το δαμάσκηνο με τα δόντια της, αφαιρεί το κουκούτσι και πλησιάζει στο στόμα του τη σάρκα του καρπού.

Εκείνος ψιθυρίζει πάλι, παρασέρνοντας την προσηλωμένη καρδιά της νεαρής νοσοκόμας εκεί όπου βρίσκεται ο νους του, μέσα στο πηγάδι των αναμνήσεων όπου βυθιζόταν αδιάκοπα όλους εκείνους τους μήνες προτού πεθάνει.