Ζωντανή συνεδρία αφηγηματικής ιατρικής: Τρίτη 15 Ιουλίου, 20:00 EEST

Σε αυτή τη συνεδρία, συμμετέχοντες και συμμετέχουσες από την Ελλάδα και το εξωτερικό διάβασαν και συζήτησαν ένα απόσπασμα από το θεατρικό έργο Θα σε πάρει ο δρόμος του Σάκη Σερέφα (Άπαντα τα Θεατρικά – Τόμος Α, εκδ. Αιγόκερως / Δραματουργία, 2018. Πρεμιέρα: Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, θέατρο Αμαλία, Θεσσαλονίκη 2010). Πρόκειται για θεατρικό μονόλογο που περιστρέφεται γύρω από την πράξη της παρατήρησης και της φαντασιακής επινόησης ζωών άλλων ανθρώπων μέσα από τα παράθυρα ενός τρένου, έως τη στιγμή που η αφηγήτρια βλέπει ξαφνικά τον ίδιο της τον εαυτό απ’έξω.

Η παρουσία μιας συμμετέχουσας μέσα σε τρένο την ώρα της ανάγνωσης φώτισε το κείμενο με μια σπάνια κυριολεξία, σε μια στιγμή απρόσμενης σύγκλισης πραγματικότητας και αναπαράστασης. Η ίδια μίλησε για την ησυχία του ταξιδιού, για την παράδοξη αίσθηση στασιμότητας που προκαλεί η κίνηση του τρένου, αλλά και για μια ταύτιση με την αφηγήτρια, ιδιαίτερα ως προς την ανάγκη να προσδώσει νόημα στον φαινομενικά «χαμένο χρόνο».

Η αφήγηση αρχικά προκάλεσε μια αίσθηση ηρεμίας, με μια σταδιακή μετάβαση σε σκοτεινότερους τόνους, όπου η ψευδαίσθηση ελέγχου χάνεται. Σχολιάστηκε ο ρυθμός της γλώσσας, ο οποίος ακολουθεί την κίνηση του τρένου: στο πρώτο μισό κυριαρχούν οι χρόνοι διαρκείας, δημιουργώντας μια αίσθηση νωχέλειας και επανάληψης, ενώ στο δεύτερο, με τη σταδιακή αποκάλυψη του απρόοπτου γεγονότος, εμφανίζονται στιγμιαίοι χρόνοι και ρήγματα στην αφήγηση. Η γραφή γίνεται ελλειπτική, με έκδηλα στοιχεία παραλόγου. Το υποκείμενο «εκτροχιάζεται», όπως ανέφερε μέλος της ομάδας, και μετατοπίζεται από τη φαντασίωση της ζωής του άλλου στην αναμέτρηση με τον ίδιο του τον εαυτό.

Σχολιάστηκε επίσης η πολυεπίπεδη χρονικότητα του κειμένου: παρόν, παρελθόν και μέλλον εμπλέκονται σε μια παλινδρομική κίνηση που θυμίζει τη διαδρομή του ίδιου του τρένου. Το ταξίδι γίνεται μεταφορά για τη συμπύκνωση της εμπειρίας και την ανάδυση του ανοίκειου. Με όλη του τη συμβολική βαρύτητα, η πορεία του τρένου λειτουργεί ως μεταιχμιακό πέρασμα, προκαλώντας ρωγμές τόσο στη συνοχή της αφήγησης όσο και τη συγκρότηση του εαυτού.  

Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η φράση «τους έδινα ζωή εγώ», η οποία διαβάστηκε ως πυρήνας της αφήγησης, αλλά και ως δυνατότητα αυτοαναγνώρισης. Ίσως, μια συμμετέχουσα παρατήρησε,  το ίδιο το κείμενο υπαινίσσεται ότι το υποκείμενο αποκτά ζωή μέσα από τη δική του ματιά, μέσα από την αναγνώριση της ευθύνης και της δύναμης του να αφηγείται.

Η συζήτηση κινήθηκε και προς πιο ψυχαναλυτικές κατευθύνσεις. Η παραδοχή ότι η αφηγήτρια «δεν λέει κάποια πράγματα στον εαυτό της» άνοιξε ερωτήματα για το είδος του διχασμού που εκφράζεται στο κείμενο. Πρόκειται για εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό, για εξομολόγηση στο πλαίσιο ψυχοθεραπείας ή για κάτι πιο σκοτεινό; Η τελική εικόνα, του εαυτού ως παρατηρητή του εαυτού μέσα από το παράθυρο, διαβάστηκε ως μια συγκλονιστική στιγμή εσωτερικής ρήξης αλλά και πιθανής ενσυνείδησης.

Παράλληλα, εκφράστηκαν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τη φύση της ιστορίας. Για ορισμένους, η αφήγηση άγγιξε τα όρια μιας εσωτερικής διάσπασης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας σοβαρής ψυχικής διαταραχής. Η πιθανότητα να πρόκειται για τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που παλεύει με τα όρια της πραγματικότητας προκάλεσε σε ορισμένους/ες έντονο προβληματισμό. Άλλο μέλος της ομάδας σχολίασε ότι δεν πρόκειται για ψυχική διαταραχή, αλλά για μια ζωή που κυλούσε «πάνω στις ράγες», δίχως ποτέ να δοθεί στον εαυτό η ευκαιρία να αντικρίσει τον εαυτό του. Μια συμμορφωμένη ύπαρξη που, μέσα από ένα ξαφνικό καθρέφτισμα, έρχεται αντιμέτωπη με το κενό του φαντασιακού και το τραυματικό πραγματικό—εκείνο που αντιστέκεται στη γλώσσα και τη νοηματοδότηση. Σε αυτή τη ρωγμή, κάποια από τα μέλη της ομάδας κατέληξαν, το υποκείμενο αρχίζει να συγκροτεί τη φωνή του.

Κατά τη συζήτηση, τονίστηκε επίσης πως το γεγονός ότι η αφήγηση σταματά απότομα αποτελεί χαρακτηριστικό της μυθοπλασίας: συχνά αποφεύγοντας τη λύση ή την κάθαρση, η μυθοπλασία αφήνει χώρο στην ασάφεια και συνομιλεί με τη ρήξη που γεννά ή αποκαλύπτει το τραύμα.

Στη συνέχεια, η ομάδα ανταποκρίθηκε στην προτροπή: «Γράψτε για τη φορά που φανταστήκατε τη ζωή κάποιου άλλου». Τα γραπτά των συμμετεχόντων κινήθηκαν ανάμεσα στη φαντασία, την παιδική ηλικία, τη μοναξιά και σε εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας. Μια συμμετέχουσα θυμήθηκε τις στιγμές που, ως παιδί, παρατηρούσε περαστικούς και επινοούσε τρόπους να τους «μαγειρέψει». Μια άλλη αφήγηση μίλησε για ένα μοναχικό ταξίδι, όπου η φαντασία ανέλαβε ρόλο συντροφιάς. Ένα άλλο κείμενο ανακάλεσε μια παιδική εμπειρία όταν ένα νεκροταφείο έγινε τόπος εξερεύνησης. Διατυπώθηκε, τέλος, η σκέψη ότι η φαντασία είναι μια δυνατότητα που συχνά ατονεί στην ενήλικη ζωή, μέχρι κάτι—λ.χ. ένα παιδικό σκίτσο που η συμμετέχουσα μοιράστηκε με την ομάδα—να την ενεργοποιήσει ξανά.

Με τα κείμενα που δημιουργήθηκαν, η ομάδα κατάφερε να αποκαταστήσει την παιγνιώδη διάσταση της φαντασίας και να μεταπλάσει το ανοίκειο του πρώτου μέρους της συζήτησης σε κάτι φωτεινό, γνώριμο και διασκεδαστικό. Η εμπειρία της γραφής και της ανταλλαγής σκέψεων λειτούργησε ως μια συλλογική πράξη αναπλαισίωσης, με τη ματιά καθενός και καθεμιάς να συμβάλλει στη συγκρότηση μιας κοινής αφήγησης που είχε στο επίκεντρό της τη μεταμορφωτική δύναμη της συνδημιουργίας. Εκεί ακριβώς έγκειται η ουσία της Αφηγηματικής Ιατρικής.

Καλούμε όλες και όλους που συμμετείχατε να μοιραστείτε όσα γράψατε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας παρακάτω (“Leave a reply”) και να κρατήσουμε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ζωντανή, υπενθυμίζοντάς σας, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια δημόσια πλατφόρμα και η πρόσβαση ανοιχτή στο κοινό.

Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα  για την εμπειρία σας με αυτές τις συνεδρίες. Αν το επιθυμείτε, παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο σε μια σύντομη έρευνα δύο ερωτήσεων!

Ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://tinyurl.com/nmedg-survey


Θα σε Πάρει ο Δρόμος (Σάκης Σερέφας)  

Τις φορές που μιλάω μοναχή μου, κάποια πράγματα δεν μου τα λέω. 

Αλλά με εσένα εδώ είναι διαφορετικά. 

Είναι σαν να μιλάει άλλος για μένα, κι όχι εγώ. 

Θα σου πω αμέσως το μυστικό μου. 

Μου άρεζαν πολύ τα τρένα.

Ουφ, το είπα! Έπαιρνα το αμάξι μου τα βράδια, και πήγαινα σε μια διασταύρωση και χάζευα τα τρένα που περνούσαν. 

Με τις ώρες τα χάζευα, μέχρι το ξημέρωμα. 

Επειδή ήταν διασταύρωση, κόβανε ταχύτητα, με τριάντα πηγαίνανε. Οπότε εγώ προλάβαινα. 

Μια χαρά προλάβαινα. 

Να κοιτάζω τους επιβάτες πίσω απ’ τα τζάμια.

 Άλλος διάβαζε, άλλος κοιμόταν, άλλος έπινε στο μπαρ, κόσμος και ντουνιάς. 

Τους κοίταζα και έφτιαχνα ιστορίες με το νου μου.

Πού πάει αυτός, ποιος τον περιμένει, τι αφήνει πίσω του, τι έχουν μέσα οι τσέπες του, αν έχει μαζέψει χνούδια ο αφαλός του, χίλια πράγματα σκεφτόμουνα. 

Ένιωθα, πώς να σου πω τώρα, ότι τους έδινα ζωή εγώ. 

Σαν να ήταν άψυχα κουκλάκια, κι εγώ τους έδινα ζωή μόνο και μόνο επειδή τους σκεφτόμουνα. 

Σαν να ήταν μαριονέτες εκείνοι κι εγώ σαν να ήτανε κλωστή το μυαλό μου τους κρατούσα και τους έκανα ό,τι ήθελα. 

Ένιωθα δυνατή έτσι, με καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα; 

Έπρεπε να έρθει εκείνη η νύχτα για να καταλάβω πόσο λάθος ήμουνα.

Για να καταλάβω ότι όταν κάποιος σε κρατάει από μια κλωστή δεν είναι εκείνος ο δυνατός, αλλά η κλωστή.   

[…]

Χρειάστηκε κάποτε να κατέβω στην Αθήνα για δουλειές. Είπα, τι να οδηγώ νυχτιάτικα, δεν παίρνω το τρένο; 

Το πήρα.

Ωραία ήταν μέσα στο κουπέ, με άλλους πέντε ήμουνα, λέω μέσα μου μού φτάνουνε μέχρι την Αθήνα, είχα να αποφασίσω για τις πέντε ζωές τους μέσα στο μυαλό μου, από μια ζωή για κάθε ώρα, μια χαρά μού φτάνανε. 

Διάλεξα πρώτα έναν κύριο που καθότανε απέναντί μου. Πενηντάρης περίπου. 

Έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισα να τον μελετώ. 

Είχα φτάσει στο σημείο που έπρεπε να αποφασίσω αν στις τρεις επόμενες μέρες θα μάθει ότι πάσχει από καρκίνο ή από καρδιά, όταν άνοιξα λίγο τα μάτια μου να κάνω ένα διάλειμμα. 

Κοίταξα έξω από το παράθυρο. 

Πήχτρα σκοτάδι. 

Εκείνη τη στιγμή το τρένο έκοψε ταχύτητα. 

Κι έτσι όπως πήγαινε αργά, την είδα. 

Είδα τη διασταύρωση που πήγαινα και στηνόμουνα με το αμάξι. 

Αλλά… 

Δεν είδα μόνο αυτήν… 

Θέλω να με πιστέψεις, τουλάχιστον εσύ να με πιστέψεις… 

Είδα και… 

Είδα και το αυτοκίνητό μου σταματημένο πλάι στις γραμμές κι εμένα μέσα να κάθεται και να με κοιτάει…