Ζωντανή συνεδρία αφηγηματικής ιατρικής: Κυριακή 28 Ιουνίου, 6 m.m. EEST

Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτήν τη συνεδρία.

Το κείμενό μας για σήμερα ήταν: «Η παλιά αβρότητα» (Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, Ιστορίες Ενός Γιατρού. 1984. Μτφρ. Ειρήνη Παπαθανασίου. Εκδ. Αρμός, 2020)

Θέμα: Γράψτε για ένα σκίρτημα

Σύντομα θα μοιραστούμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν τη συνεδρία, γι ‘αυτό επιστρέψτε ξανά.

Σας προσκαλούμε να μοιραστείτε τα γραπτά σας μαζί μας παρακάτω.


«Η παλιά αβρότητα» (Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, Ιστορίες Ενός Γιατρού. 1984. Μτφρ. Ειρήνη Παπαθανασίου. Εκδ. Αρμός, 2020)

Εκείνο τον καιρό, ήμουν ο μόνος γιατρός που είχαν στο Γκίνι Χιλ. Σήμερα σ’ αυτές τις γειτονιές μπορεί να ασκούν την ιατρική κάποια απ’ τα παιδιά που έφερα στον κόσμο τότε. Αλλά εκείνο τον καιρό τούς είχα όλους πελάτες. Τους είχα αγαπήσει, ήταν πολύ εντάξει άνθρωποι. Οι περισσότεροι ήταν Ιταλοί χωρικοί από μια περιοχή νότια της Νάπολης, που ζούσαν σε μικρά, πρόχειρα χτισμένα σπίτια – που δούλευαν σε ό,τι μπορούσαν να βρουν προκειμένου να επιβιώσουν και που τελικά, με κάποιον τρόπο, τα κατάφερναν.

     Ανάμεσα στ’ άλλα, υπήρχε ένα μικρό προκατασκευασμένο σπιτάκι, κουτί θα το έλεγες καλύτερα, που πάντα μου τραβούσε το ενδιαφέρον, αλλά που δεν είχε τύχει να μπω μέσα. Υψωνόταν στη μέση ενός συνηθισμένου μικρού κήπου και καμιά φορά έβλεπες στην πόρτα έναν ηλικιωμένο άντρα απλώς να στέκεται εκεί και να ρεμβάζει, καπνίζοντας ένα μεγάλο καμπυλωτό επάργυρο τσιμπούκι. Εννοείται ότι ήρθε η μέρα που μπήκα και σ’ αυτό το σπίτι.

     Μόλις είχα εξετάσει ένα παιδί στους Πετρέλο ή στους Αλμπίνο, σε κάποιους τέλος πάντων, όταν, όπως συνέβαινε πολύ συχνά, την ώρα που έφευγα η γυναίκα του σπιτιού με σταμάτησε στην πόρτα μ’ ένα χαμόγελο.

     Γιατρέ, θέλω να επισκεφθείς τους ηλικιωμένους που μένουν δίπλα. Η γριούλα είναι άρρωστη. Δεν θέλει να καλέσει κανέναν, υπολόγισέ το στη δική μας επίσκεψη. Την αμοιβή σου θα την τακτοποιήσω εγώ κάποια στιγμή. Θα το κάνεις – για μένα;

     Να μην πήγαινα; Ήταν ένα πρωινό του Ιουνίου. Έπρεπε να κάνω μόνο λίγα μέτρα στον δρόμο – με όλη τη θέα της Νέας Υόρκης να απλώνεται μπροστά μου πιο πέρα απ’ τα λιβάδια που είχαν αρχίσει να πρασινίζουν  – και να σπρώξω τη χαμηλή πόρτα του μικρού λαχανόκηπου.

     Ο ηλικιωμένος άντρας μού άνοιξε την πόρτα του σπιτιού πριν προλάβω να χτυπήσω. Χαμογελώντας και κλίνοντας το κεφάλι του πολλές φορές από σεβασμό στον γιατρό, μου έδειξε το πάνω πάτωμα. Δεν μίλαγε λέξη αγγλικά κι εγώ δεν μίλαγα ιταλικά, έτσι συνεχίσαμε με νοήματα.

     Ήταν υπέροχος. Ένα ευγενικό, καλοπροαίρετο πλάσμα, ψηλός όσο και το σπίτι, με μακριά ολόλευκα μαλλιά και μεγάλο άσπρο μουστάκι. Κάθε κίνηση που έκανε ανέδιδε το άρωμα της παλιάς αβρότητας. Μου είπε κάποιες λέξεις σαν να απολογούνταν που δεν μπορούσε να μιλήσει αγγλικά και μου έδειξε ξανά προς τα πάνω.

     Το μέρος που στεκόμουν ήταν όλο κι όλο ένα δωμάτιο που είχε μέσα τα πάντα: Μαγείρευες στη μία γωνία, έτρωγες δίπλα και καθόσουν να τα πεις με φίλους και συγγενείς παραδίπλα. Τα πάντα ήταν πεντακάθαρα και υπήρχε μια αδιόρατη μυρωδιά από ένα μείγμα σκόρδου, πιπεριάς και ελαιόλαδου, που το συναντάς συχνά στα σπίτια αγροτών.

     Υπήρχε μόνο άλλο ένα δωμάτιο ακριβώς από πάνω. Για να ανεβαίνουν είχαν βάλει μια φορητή σκάλα. Η καταπακτή ήταν ανοιχτή και η σκάλα στη θέση της. Ανέβηκα. Ο ηλικιωμένος άντρας έμεινε κάτω.

Τι σκίρτημα! Υπήρχε ένα τεράστιο κρεβάτι που έμοιαζε να πιάνει σχεδόν όλο τον χώρο κι ίσως μία ή δύο καρέκλες δίπλα του, κανένα άλλο έπιπλο, και στο κρεβάτι, βουλιαγμένη μέσα στο μαλακό στρώμα και σκεπασμένη μ’ ένα εξαιρετικό πουπουλένιο πάπλωμα, ήταν ξαπλωμένη η γυναίκα που μ’ είχαν καλέσει να δω.

     Το πρόσωπό της ήταν στεγνό και χαρακωμένο από ρυτίδες, όπως όλα τα πρόσωπα των γέρων χωρικών, αλλά ακτινοβολούσε με το ίδιο υπομονετικό χαμόγελο σαν εκείνο του συζύγου της. Λευκά μαλλιά στο πλούσιο χρώμα του ασημιού πλαισίωναν το πρόσωπό της, και σε μένα τουλάχιστον δεν φαινόταν καθόλου άρρωστη.

     Είπε λίγες λέξεις χαμογελώντας, απ’ τις οποίες κατάλαβα ότι δεν είχε τίποτα και ότι ήξερε πως δεν χρειαζόταν γιατρό και ότι θα είχε σηκωθεί προ πολλού – οι λέξεις αυτό εννοούσαν – αν οι άλλοι δεν επέμεναν. Αφού άκουσα την καρδιά της και ψηλάφισα την κοιλιά της, της είπα ότι αν ήθελε μπορούσε να σηκωθεί – χαιρέτησα και, πριν προλάβω να γυρίσω προς τη σκάλα, αυτή είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζεται.

     Ο ηλικιωμένος άντρας με περίμενε κάτω. Περπατήσαμε μέχρι την πόρτα μαζί, εγώ να προσπαθώ να του εξηγήσω τι είχα συμπεράνει απ’ την εξέταση κι αυτός να υποκλίνεται και να λέει κάνα δυο λέξεις στα ιταλικά για απάντηση. Κατάλαβα ότι με ευχαριστούσε για τον κόπο μου και ότι λυπόταν που δεν είχε λεφτά, και τα λοιπά και τα λοιπά.

     Σταματήσαμε στο πορτάκι του κήπου, αντιμέτωποι μ’ εκείνες τις άβολες στιγμές που παρεμβάλλονται καμιά φορά στη συζήτηση μεταξύ δυο αγνώστων που θέλουν να κάνουν καλή εντύπωση ο ένας στον άλλο. Καθώς στεκόμαστε εκεί πέρα αμήχανοι, τον είδα να βάζει το χέρι στην τσέπη του γιλέκου του, να παίρνει κάτι από κει και να το τείνει προς εμένα.

     Ήταν ένα μικρό ασημένιο κουτί, μακρύ γύρω στα τρία εκατοστά κι ένα εκατοστό παχύ. Στο καπάκι ήταν χαραγμένη η ανάγλυφη φιγούρα μιας γυναίκας ξαπλωμένης μέσα στα λουλούδια. Το πήρα στο χέρι μου, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήθελε να κάνω μ’ αυτό. Μου το χάριζε;

     Βλέποντάς με μπερδεμένο, άπλωσε το χέρι του πολύ απαλά κι ευγενικά να το ζητήσει πίσω κι εγώ του το ξαναέδωσα. Το πήρε και το άνοιξε. Το κουτάκι περιείχε κάτι σαν καφέ σκόνη. Τον είδα να παίρνει λίγη απ’ αυτή με τον δείκτη και τον αντίχειρα, να τη βάζει στη βάση του αντίχειρα και…

Μα βέβαια, ταμπάκο! Φυσικά. Ενθουσιάστηκα.

     Καθώς ρούφαγε μια γενναιόδωρη πρέζα σκόνης πρώτα απ’ το ένα ρουθούνι και μετά απ’ το άλλο, μου πρόσφερε πίσω το κουτί – ποτέ στη ζωή μου δεν είχα πάρει μέρος σε μια διαδικασία τόσο εκλεπτυσμένη κι ευγενική.

     Προσπαθώντας να τον μιμηθώ όσο καλύτερα μπορώ, μοιράστηκα το ταμπάκο μαζί του και για μια στιγμή κόντεψα να πεθάνω. Δεν μπορούσα να σταματήσω να φταρνίζομαι. Φαντάζομαι πως ρούφηξα λίγο πιο δυνατά απ’ όσο έπρεπε. Με τα μάτια μου θολά απ’ τα δάκρυα, ένιωσα τον ηλικιωμένο άντρα να στέκεται εκεί χαμογελώντας, μια εμπειρία που παρόμοιά της δεν θα ξαναζήσω ποτέ όσο πατάω τα πόδια μου πάνω σ’ αυτή την άχαρη σφαίρα.

3 thoughts on “Ζωντανή συνεδρία αφηγηματικής ιατρικής: Κυριακή 28 Ιουνίου, 6 m.m. EEST

  1. Ένα σκίρτημα

    Η αδέσποτη γάτα είχε εμφανιστεί στην πυλωτή της πολυκατοικίας μερικές φορές, ζητώντας πιο πολύ ένα χάδι παρά τα κομματάκια ζαμπόν ή σολωμό που της έδινα. Μετά έμεινε έγκυος, εξαφανίστηκε για καναδυό μήνες και, μια Μεγάλη Παρασκευή ξημέρωμα, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και τη βρήκα ξαπλωμένη δίπλα στη γωνιακή γλάστρα, με τρία πανέμορφα μωρά, δύο ντελικάτα ασπρόγκριζα σαν κι αυτή και ένα, το πιο μικρό, μαυρόασπρο λες και φορούσε φράκο, με φωτεινά γαλανά ματάκια. Τα δυο ασημί μωρά, μόλις με είδαν να βγαίνω στο μπαλκόνι, εξαφανίστηκαν πίσω από τη μεγάλη γλάστρα—όμως το πιο μικρό στάθηκε μπροστά τους στο άνοιγμα μεταξύ γλάστρας και τοίχου, στύλωσε το πισινάκι του και τα μπροστινά του ποδαράκια, και μου έκανε χχχχχ, διαφεντεύοντας τα αδερφάκια του. Με εκείνο το χχχχχ ερωτεύτηκα τη Ζήνα, που μεγάλωσε και έγινε η γάτα της ζωής μου, το μωρό μου και η συντρόφισσά μου.

    Like

    • Εντυπωσιάζομαι που και τα δύο σκιρτήματα στα κείμενα είχαν να κάνουν με γέννηση! Γιατί το σκίρτημα είναι ευγνωμοσύνη που γεννιέται ξαφνικά. Είναι χαρά που έρχεται ξαφνικά και απότομα, απρόσμενα!
      Υπέροχο, τρυφερό κείμενο.

      Like

  2. Ενα Σκίρτημα!
    Σκίρτησα όταν αντίκρυσα το βλέμμα σου να περιεργάζεται ορθάνοικτο και λίγο αγριεμένο την κόκκινη ρόμπα μου σαν να έλεγες “τι είναι τούτο?”.
    Και τότε είπα : Θέλω κιάλλο μωρό τώρα! Και δεν ήταν πως δεν μου αρκούσε αυτό που πρωτόγνωρα ζούσα αλλά ήταν που ήθλε αν απολλαπλασιάσω το ανείπωτο συνάισθημα που κατέκλυζε τις φλέβες μου.
    Ερρεες μέσα στο αίμα μου και ήθελα τόσο να αυξήσω την δόση! Ηθελα κιάλλο, κιάλλο από αυτόν τον παράδεισο.

    Κάλφα Μαρία, MD, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας-Συστημική Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεύτρια

    Like

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.