Σας ευχαριστούμε που συμμετείχατε σε αυτήν τη συνεδρία.
Το κείμενό μας για σήμερα ήταν: Αντόν Τσέχωφ, “Ο Θείος Βάνιας“
Θέμα: Γράψτε για τη φορά που ξύπνησαν μέσα σας αισθήματα
Σύντομα θα μοιραστούμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν τη συνεδρία, γι ‘αυτό επιστρέψτε ξανά.
Σας προσκαλούμε να μοιραστείτε τα γραπτά σας μαζί μας παρακάτω.
(Κήπος. Φαίνεται μέρος του σπιτιού με τη βεράντα. Στην αλέα, κάτω από μια γέρικη λεύκα, τραπέζι στρωμένο για τσάι. Πάγκοι και καρέκλες κήπου. Πάνω στον πάγκο ακουμπισμένη μια κιθάρα. Λίγο πιο πέρα από το τραπέζι, μια κούνια. Ώρα περίπου τρεις το απόγευμα. Συννεφιά. Η Μαρίνα, μια παχιά, δυσκίνητη γριούλα, κάθεται κοντά στο σαμοβάρι και πλέκει μια κάλτσα. Ο Αστρώφ πηγαινοέρχεται στην αλέα κοντά της)
ΜΑΡΙΝΑ. (Βάζει τσάι σ’ ένα ποτήρι) Έλα πιες, καλέ μου.
ΑΣΤΡΩΦ. (Παίρνει ανόρεχτος το ποτήρι) Δεν έχω και πολλή όρεξη.
ΜΑΡΙΝΑ. Μήπως μια σταλίτσα βότκα;
ΑΣΤΡΩΦ. Μπα! Δεν πίνω κάθε μέρα βότκα. Είναι κι αυτή η κουφόβραση. (Παύση) Αλήθεια, νένα, πόσα χρόνια γνωριζόμαστε;
ΜΑΡΙΝΑ. (Σκέφτεται) Πόσα; Θεέ μου, πού να θυμάμαι… Εσύ ήρθες στα μέρη μας… μα, πότε ήτανε; Ζούσε ακόμα η Βέρα Πετρόβνα, η μητέρα της Σόνιεσκας. Τους δυο πρώτους χειμώνες που ερχόσουνα στο σπίτι μας, εκείνη ζούσε ακόμα… Δηλαδή, έχουνε περάσει τουλάχιστο έντεκα χρόνια… (Σκέφτεται για μια στιγμή) Μπορεί και παραπάνω…
ΑΣΤΡΩΦ. Έχω αλλάξει πολύ από τότε;
ΜΑΡΙΝΑ. Ουού, βέβαια! Τότε ήσουνα νέος και ωραίος, τώρα έχεις γεράσει. Δεν είσαι πια όμορφος, όπως τότε. Είναι και το άλλο – είναι και η βότκα τώρα.
ΑΣΤΡΩΦ. Ναι… μέσα σε δέκα χρόνια έχω γίνει άλλος άνθρωπος. Γιατί; Γιατί δούλεψα πολύ σκληρά, νένα. Απ’ το πρωί ως το βράδυ στο πόδι είμαι – δεν ξέρω τι θα πει ξεκούραση. Και τη νύχτα, ψόφιος κάτω απ’ τα σκεπάσματα, να φοβάμαι μήπως μ’ αγγαρέψουνε για κανέναν άρρωστο. Όλα αυτά τα χρόνια που σε ξέρω και με ξέρεις, δεν είχα ούτε μια μέρα δικιά μου. Πώς να μη γεράσω! Άλλωστε, κι η ζωή που κάνουμε – πλήξη, ανία, βρομιά… Σε ρουφάει στο τέλμα της μια τέτοια ζωή. Γύρω σου, παντού, κάτι αλλόκοτοι άνθρωποι – πολύ αλλόκοτοι, όλοι τους. Κι όταν ζήσεις μαζί τους ένα δυο χρόνια, γίνεσαι αλλόκοτος κι εσύ, χωρίς να το καταλάβεις. Είναι η μοίρα σου, δεν μπορείς να ξεφύγεις. (Στρίβοντας τα μακριά μουστάκια του) Κοίτα πόσο τ’ άφησα τα μουστάκια μου… Γελοία μουστάκια! Έχω γίνει ιδιόρρυθμος, νένα… Όμως, δόξα τω Θεώ, δεν έχω χαζέψει ακόμα! Τα έχω τα μυαλά μου, όμως τα αισθήματά μου λες κι έχουν νεκρωθεί. Δεν έχω επιθυμία για τίποτα, δεν νιώθω τίποτα, δεν αγαπάω κανέναν. Εκτός από σένα, ίσως, – ναι, εσένα σου ‘χω ακόμα αδυναμία. (Τη φιλάει στα μαλλιά) Όταν ήμουνα παιδί, είχα κι εγώ μια νταντά σαν κι εσένα.
ΜΑΡΙΝΑ. Δεν θα φας κάτι;
ΑΣΤΡΩΦ. Όχι. Ξέρεις, τη μεγάλη Σαρακοστή πήγα στο Μαλίτσκοϊε – η Τρίτη βδομάδα ήταν, θυμάμαι, τότε που είχε πέσει η επιδημία. Εξανθηματικός τύφος… Μέσα στα καλύβια μουζίκοι στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον… Βρόμα, δυσωδία, θολούρα… Και τα μοσχάρια στο πάτωμα, ανάκατα με τους ανθρώπους… και τα μικρά γουρούνια, κι αυτά στη μέση. Παιδεύτηκα όλη μέρα, ούτε στιγμή δεν στάθηκα και δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα. Αλλά κι όταν γύρισα στο σπίτι, δεν πρόλαβα να πάρω ανάσα. Μου φέραν έναν εργάτη από τους σιδηροδρόμους. Τον ξάπλωσα στο κρεβάτι να τον χειρουργήσω, κι αυτός μου πέθανε στα χέρια, την ώρα που του έδινα τη νάρκωση. Και τότε ακριβώς, πάνω στην κακιά την ώρα, ξύπνησαν μέσα μου τα αισθήματά μου κι η συνείδησή μου άρχισε να με βαραίνει, λες και τον είχα σκοτώσει εγώ επίτηδες… Κάθισα, έκλεισα τα μάτια – να, έτσι, και βυθίστηκα σε σκέψεις. Αυτοί που εμείς σήμερα τους ανοίγουμε το δρόμο, θα μας θυμούνται άραγε; Θα λεν’ έναν καλό λόγο και για μας; Όχι, νένα, δεν θα μας θυμούνται, και να το ξέρεις.
ΜΑΡΙΝΑ. Και να μη μας θυμούνται οι άνθρωποι, θα μας θυμάται ο Θεός.
ΑΣΤΡΩΦ. Έτσι μπράβο! Καλά το είπες.
Αντόν Τσέχωφ. Ο Θείος Βάνιας (Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές)
2 thoughts on “Ζωντανή συνεδρία αφηγηματικής ιατρικής: Κυριακή 14 Ιουνίου, 8 m.m. EEST”